- ἀθώητος
- ἀθώητος· ἀζημίωτος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αθώητος — ἀθώητος, ον (Α) αζημίωτος. Η λ. μαρτυρείται μόνο από τον Ησύχιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θωάω ή θωέω (= βάζω πρόστιμο, τιμωρώ] … Dictionary of Greek